- πολυσπερμία
- η биол полиспермия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυσπερμία — Εισχώρηση περισσότερων από ένα σπερματοζωαρίων μέσα στο ώριμο ωάριο (αλλιώς υπεργονιμοποίηση). Κανονικά, το ώριμο ωάριο γονιμοποιείται με την είσοδο στο εσωτερικό του ενός μόνο σπερματοζωαρίου. Το γονιμοποιημένο ωό περιβάλλεται αμέσως από μια… … Dictionary of Greek
πολυσπερμίας — πολυσπερμίᾱς , πολυσπερμία abundance of semen fem acc pl πολυσπερμίᾱς , πολυσπερμία abundance of semen fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)